γύψῳ

γύψῳ
γύψος
chalk
fem dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γυψῶ — γυψόω rub with chalk pres subj act 1st sg γυψόω rub with chalk pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γύψωι — γύψῳ , γύψος chalk fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • GYPSUM — Graec. γυψος, quasi γῆ ἑψηθεῖσα, terra cocta, cognata calci res est, Plin. l. 36. c. 24. Plura eius genera, nam et e lapide coquitur, ut in Syria ac Thuriis: et e terra foditur, ut in Cypro ac Perrhpebis: e summa tellure et Tymphaicum est. Qui… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • METALLA — I. METALLA Sardiniae oppid. apud Antonin. inter Nespolim, et Sulchos. Civita de Glesie Cluverio. II. METALLA sub Imperatorib. Gentilibus, habitacula piorum fuêre: Clemens enim Episcopus Romanus et Martyr Chersonesum deputatus, 2000. Christianorum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SPECULAR — a Speculo differt, illud enim Graece διόπτρα, per quod videtur; hoc issdem κάτοπτρον, quô videtur: illud διάφασιν, hoc ἔμφασιν facit. Et quidem Specularia dicebantur, quibus lumen in cenacula inferebatur, et Sol admittebatur in aedes, ut hodie… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γυψωτής — ο (Μ γυψωτής) [γυψώ] αυτός που επαλείφει με γύψο κάποια επιφάνεια νεοελλ. αυτός που κατεργάζεται τον γύψο …   Dictionary of Greek

  • γυψωτός — ή, ό (Α γυψωτός, ή, όν) [γυψώ] 1. αυτός που αποτελείται από γύψο ή περιέχει γύψο 2. αυτός που έχει αλειφθεί με γύψο …   Dictionary of Greek

  • γυψώνω — (AM γυψῶ, όω) [γύψος] επαλείφω με γύψο νεοελλ. 1. (για κρασί) ρίχνω γύψο στο κρασί για να μην είναι θολό αλλά διαυγές 2. επιδένω με γύψινο επίδεσμο μέλος τού σώματος που έχει υποστεί κάταγμα ή εξάρθρωση, για να διατηρηθεί ακίνητο 3. (για το… …   Dictionary of Greek

  • γύψωση — η (Μ γύψωσις) [γυψώ] επάλειψη με γύψο νεοελλ. 1. προσθήκη γύψου στο κρασί για να είναι διαυγές και να συντηρείται καλύτερα 2. επίδεση με γύψινο επίδεσμο κατάγματος ή εξάρθρωσης 3. προσθήκη γύψου στο έδαφος για την καλύτερη ανάπτυξη τών φυτών …   Dictionary of Greek

  • εξαλείφω — (AM ἐξαλείφω) [αλείφω] 1. αφαιρώ κάτι (κηλίδα, σήμα κ.λπ.) από μια επιφάνεια με τρίψιμο, σβήνω («εξάλειψε τις κηλίδες με μπογιά») 2. (για πράξη, κατάσταση, συναίσθημα) σβήνω, βγάζω από τον νου, τη σκέψη μου («πάσας τὰς ἐλπίδας ἐξαλείψαντες,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”